επιξενωσις

επιξενωσις
    ἐπιξένωσις
    ἐπι-ξένωσις
    -εως ἥ пребывание за границей Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιξενωσις" в других словарях:

  • επιξένωσις — ἐπιξένωσις, ἡ (Α) [επιξενούμαι] επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιξενώσεις — ἐπιξένωσις hospitable fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιξένωσις hospitable fem nom/acc pl (attic) ἐπιξενόομαι to be entertained as aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιξενόομαι to be entertained as fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιξένωσιν — ἐπιξένωσις hospitable fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»